sujeito
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujeito | sujeitos |
θηλυκό | sujeita | sujeitas |
sujeito (pt)
- υποκείμενος σε
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujeito | sujeitos |
θηλυκό | sujeita | sujeitas |
sujeito (pt)