υποκείμενος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκείμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπόκειμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]υποκείμενος, -η, -ο
- που υπόκειται σε κάτι, που βρίσκεται σε θέση τέτοια ώστε να επηρεαστεί από κάτι
- όλα τα υλικά αντικείμενα είναι υποκείμενα στη φθορά
- που βρίσκεται από κάτω, σε μεγαλύτερο βάθος
- Oι αρχαιολόγοι αποχωρίζουν τις αποθέσεις αυτές από το υπόλοιπο στρώμα στο οποίο βρέθηκαν ή από το αμέσως υπερκείμενο ή υποκείμενο στρώμα (από το λήμμα Στρωματογραφία της Βικιπαίδειας)
- (μεταφορικά) που δεν είναι άμεσα ορατός ή δεν εκδηλώνεται ολοφάνερα
- τα υποκείμενα συναισθήματα
- υποκείμενο νόσημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που βρίσκεται από κάτω