μέρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέρος | τα | μέρη |
γενική | του | μέρους | των | μερών |
αιτιατική | το | μέρος | τα | μέρη |
κλητική | μέρος | μέρη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]μέρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈme.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέρος ουδέτερο
- το τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο
- ⮡ Το ελληνικό βικιλεξικό αποτελεί μέρος ενός πολυεθνικού διαδικτυακού εγχειρήματος για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση.
- ο τόπος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- ⮡ Σ' αυτό το μέρος είναι κρυμμένος ένας θησαυρός.
- (ευφημισμός, προφορικό) το αποχωρητήριο, το WC
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- παίρνω το μέρος κάποιου: τον υποστηρίζω
- ※ Του εξηγούμε με το νι και με το σίγμα τον καβγά, και περιμένουμε να ενδιαφερθεί και να πάρει το μέρος μας. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- εκ μέρους
- εν μέρει
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου
Πηγές
[επεξεργασία]- μέρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μέρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μερεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | μέρος | τὰ | μέρη - μέρεᾰ | |
γενική | τοῦ | μέρους - μέρεος | τῶν | μερῶν - μερέων | |
δοτική | τῷ | μέρει - μέρεῐ̈ | τοῖς | μέρεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | μέρος | τὰ | μέρη - μέρεα | |
κλητική ὦ! | μέρος | μέρη - μέρεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέρει - μέρεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μεροῖν - μερέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέρος < θέμα μερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα συμμετέχω, συμμερίζομαι [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέρος ουδέτερο
Πηγές
[επεξεργασία]- μέρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)