ιστορικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιστορικός < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ἱστορικός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.sto.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐ρι‐κός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιστορικός αρσενικό ή θηλυκό
- ο ιστοριογράφος
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που μελετά την ιστορία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιστορικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ιστορικός -ή -ό
- ο σχετικός με την ιστορία
- ιστορική επιστήμη
- ιστορικό μυθιστόρημα
- που έχει καταγραφεί από την επιστήμη της ιστορίας ότι πραγματικά υπήρξε ή έγινε
- κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Ιησούς ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο
- που έχει χαρακτηριστεί ως εξαιρετικής σημασίας και έχει καταγραφεί ή θα καταγραφεί ως τέτοιος στην ιστορία
- μια ιστορική στιγμή για το ελληνικό ποδόσφαιρο
- (γραμματική) για χρόνο που αναφέρεται στο παρελθόν
- ιστορικός ενεστώτας
- το ουδέτερο ως ουσ: Το ιστορικό → δείτε τη λέξη .
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ιστορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)