εγκώμιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εγκώμιο | τα | εγκώμια |
γενική | του | εγκωμίου & εγκώμιου |
των | εγκωμίων |
αιτιατική | το | εγκώμιο | τα | εγκώμια |
κλητική | εγκώμιο | εγκώμια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκώμιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκώμιον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐγκώμιος < ἐν + κῶμος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκώμιο ουδέτερο
- επαινετικός ύμνος ή γενικότερα λόγος
- τα εγκώμια της Θεοτόκου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πλέκω το εγκώμιο: μιλώ επαινετικά για κάποιον, τον εγκωμιάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]τίτλοι έργων
- Αλκιδάμας: «Εγκώμιον βομβυλιών (κηφήνων) και άλατος (σκωπτικών λόγων)», «Εγκώμιον Νάϊδος της εταίρας» και «Εγκώμιον θανάτου».
- Ελένης εγκώμιον (Ισοκράτης)
- Ευαγόρας (Ισοκράτης)
- Λουκιανός, Μυίας εγκώμιον
- Ψευδολουκιανός, Πατρίδος εγκώμιον
- Έρασμος, Μωρίας εγκώμιον
- Συνέσιος, εγκώμιον πείνας
- Φαρίνος, εγκώμιον Θερσίτη και του τεταρταίου πυρετού
- Μιχαήλ Ψελλός, εγκώμιον ψείρας, ψύλλου και κοριού.
-
εγκώμιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)