line
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
line | lines |
line (en)
- η γραμμή, συνεχές επίμηκες ίχνος
- ⮡ a straight/curved line - ευθεία/καμπύλη γραμμή
- ⮡ parallel lines - παράλληλες γραμμές
- η γραμμή στο έδαφος για να δείξει το όριο κάτι
- ⮡ a double/single/dashed line on the road - γραμμή διπλή/μονή/διακεκομμένη στο δρόμο
- ⮡ The ball crossed the line.
- Η μπάλα πέρασε τη γραμμή.
- η αράδα, η γραμμή, ο στίχος, μια σειρά λέξεων σε μια σελίδα ή τον κενό χώρο όπου μπορούν να γραφτούν· τα λόγια ενός τραγουδιού ή ποιήματος ή άλλου γραπτού
- ⮡ The printer left out two lines.
- Ο εκτυπωτής παρέλειψε δυο αράδες.
- ⮡ The text has ten lines.
- Το κείμενο έχει δέκα αράδες.
- ⮡ Each pages has twenty lines.
- Η κάθε σελίδα έχει είκοσι αράδες.
- ⮡ I read your entire article, from the first to the last line.
- Διάβασα όλο το άρθρο σου, από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή.
- ⮡ a report with 50 lines - αναφορά 50 στίχων
- ⮡ The printer left out two lines.
- τα λόγια που λέγονται από έναν ηθοποιό σε μια παράσταση ή ταινία
- ⮡ The actor forgot his lines and started to improvise.
- Ο ηθοποιός ξέχασε τα λόγια του κι άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει.
- ⮡ The actor forgot his lines and started to improvise.
- η σειρά
- (παρωχημένο) λινάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | line |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lines |
αόριστος | lined |
παθητική μετοχή | lined |
ενεργητική μετοχή | lining |
line (en)
- έχω κάτι στις άκρες μου, σχηματίζω γραμμές ή σειρές κατά μήκος κάτι
- ⮡ The road was lined with trees.
- Ο δρόμος είχε δέντρα στις άκρες του.
- ⮡ The road was lined with trees.
Πηγές
[επεξεργασία]- line (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- line (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)