Μετάβαση στο περιεχόμενο

demean

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας demean
γ΄ ενικό ενεστώτα demeans
αόριστος demeaned
παθητική μετοχή demeaned
ενεργητική μετοχή demeaning

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
demean < de- + mean

demean (en)

  • εξευτελίζω, υποβιβάζω, ρίχνω, κάνω κάτι που κάνει τους ανθρώπους να με σέβονται λιγότερο ή να σέβονται κατόπιν ή κάτι λιγότερο
      He insulted and demeaned me.
    Με έβρισε και με εξευτέλισε.
      You demean yourself when you go around drunk.
    Εξευτελίζεσαι όταν γυρίζεις μεθυσμένος εδώ και κει.
      Don’t demean yourself by…
    Μην υποβιβάζεις τον εαυτό σου με…
      Such behavior demeans you in her eyes.
    Τέτοια συμπεριφορά σε ρίχνει στα μάτια της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη humiliate
  翻译: