vermut
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vermut (it) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- vermut - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
vermut (it) αρσενικό