Μετάβαση στο περιεχόμενο

stimulation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stimulation (en)

  1. κίνητρο
  2. διέγερση
      ενικός         πληθυντικός  
stimulation stimulations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stimulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη stimuler
  翻译: