Μετάβαση στο περιεχόμενο

recur

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈkɜː(ɹ)/
ενεστώτας recur
γ΄ ενικό ενεστώτα recurs
αόριστος recurred
παθητική μετοχή recurred
ενεργητική μετοχή recurring

recur (en)

  1. (αμετάβατο) επαναλαμβάνομαι
      This theme recurs several times throughout the book.
    Αυτό το θέμα επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε όλο το βιβλίο.
      I have an active subscription with a recurring subscription fee.
    Έχω μια ενεργή συνδρομή με επαναλαμβανόμενη χρέωση συνδρομής.
     συνώνυμα: repeat
  2. (πληροφορική) εκτελώ συνάρτηση (function) αναδρομικά (recursively)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  翻译: