originate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]originate (en)
χρήση προθέσεων
[επεξεργασία]συνηθέστερο, λογιότερο: originate in*
σε μη συσχετισμένη δήλωση χρησιμοποιούμε in, όταν αναφέρονται σαφώς τα συσχετισμένα στοιχεία χρησιμοποιούμε και from
στα σχήματα: originate as και originate at τα as και at υπάγονται στην επόμενο τμήμα της φράσης και όχι στο ρήμα
(at για χρονικές στιγμές και τοποθεσίες)