momentum
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]momentum
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- momentum < *movimentum < moveo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]momentum ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | momentum | momenta |
γενική | momentī | momentōrum |
δοτική | momentō | momentīs |
αιτιατική | momentum | momenta |
κλητική | momentum | momenta |
αφαιρετική | momentō | momentīs |