koro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koro | koroj |
αιτιατική | koron | korojn |
koro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koro | koroj |
αιτιατική | koron | korojn |
koro (eo)