foule
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
foule | foules |
foule (fr) θηλυκό
- η κοσμοσυρροή, το τσούρμο, το πλήθος, η πολυκοσμία
ενικός | πληθυντικός |
foule | foules |
foule (fr) θηλυκό