conservation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conservation | conservations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conservation (en)
- η διατήρηση
- the principle of mass–energy conservation - η αρχή της διατήρησης της ύλης και της ενέργειας
- η διατήρηση (η προστασία)
- conservation biology is the scientific study of the nature and status of Earth's biodiversity
- η συνετή χρήση ενός φυσικού πόρου με σκοπό τη διαφύλαξή του
- water conservation
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conservation | conservations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conservation (fr) θηλυκό