branle-bas
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
branle-bas | branle-bas |
branle-bas (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) το κατέβασμα της αιώρας
- αναταραχή, φασαρία, πανδαιμόνιο