answer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
answer | answers |
answer (en)
- η απάντηση
- ⮡ Her answer was right.
- Η απάντησή της ήταν σωστή.
- ⮡ Her answer was right.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | answer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | answers |
αόριστος | answered |
παθητική μετοχή | answered |
ενεργητική μετοχή | answering |
answer (en)