Mühe
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Mühe (de) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- es ist der Mühe wert, es ist die Mühe wert: αξίζει τον κόπο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Mühe < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Mühe αρσενικό ή θηλυκό