ὀνομάζω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὀνομάζω | ὀνομάζομαι |
Παρατατικός | ὠνόμαζον | ὠνομαζόμην |
Μέλλοντας | ὀνομάσω | ὀνομάσομαι & ὀνομασθήσομαι |
Αόριστος | ὠνόμασα | ὠνομασάμην & ὠνομάσθην |
Παρακείμενος | ὠνόμακα | ὠνόμασμαι |
Υπερσυντέλικος | ὠνομάκειν | ὠνομάσμην |
Συντελ.Μέλλ. | ὠνομακώς ἔσομαι | ὠνομασμένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὀνομάζω < ὄνομα
Ρήμα
[επεξεργασία]ὀνομάζω