Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὀνομάζω

Από Βικιλεξικό
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὀνομάζω   ὀνομάζομαι 
Παρατατικός  ὠνόμαζον   ὠνομαζόμην 
Μέλλοντας  ὀνομάσω   ὀνομάσομαι & ὀνομασθήσομαι 
Αόριστος  ὠνόμασα   ὠνομασάμην & ὠνομάσθην 
Παρακείμενος  ὠνόμακα   ὠνόμασμαι 
Υπερσυντέλικος  ὠνομάκειν   ὠνομάσμην 
Συντελ.Μέλλ.  ὠνομακώς ἔσομαι   ὠνομασμένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀνομάζω < ὄνομα

ὀνομάζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  翻译: