Μετάβαση στο περιεχόμενο

واحد

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
واحد < πρωτοσημιτική *ʔaḥad-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /waː.ħid/

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

واحد (وَاحِد) (ar) (wāḥid) αρσενικό, θηλυκό: وَاحِدَة (wāḥida)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • οι αριθμοί «ένα» και «δύο» συμφωνούν με το γένος των λέξεων που σχετίζονται

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • ψηφίο:

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

واحد (وَاحِد) (ar) (wāḥid) αρσενικό, θηλυκό: وَاحِدَة (wāḥida)

Επίθετο

[επεξεργασία]

واحد (وَاحِد) (ar) (wāḥid) αρσενικό, θηλυκό: وَاحِدَة (wāḥida)

  1. μόνος
  2. μοναδικός
  翻译: