писмо
Εμφάνιση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]писмо (bg) ουδέτερο (pismó)
- η επιστολή
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]писмо (sr) (λατινική γραφή: pismo) ουδέτερο (pismo)
- η επιστολή