φορδακλάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορδακλάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φορδακλάς αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- φουρδακλάς (Λευκάδα)[1]
- φορτακλός (Λευκάδα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Toad zoonyms mirror the linguistic and demographic history of Greece, National Library of Medicine, 29-03-2023, doi: 10.1371/journal.pone.0283136
Πηγές
[επεξεργασία]- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.