Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταστρέφω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταστρέφω (αρχαία σημασία: ανατρέπω)[1] < κατα- + στρέφω [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.taˈstɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταστρέφω

καταστρέφω, αόρ.: κατέστρεψα, παθ.φωνή: καταστρέφομαι, π.αόρ.: καταστράφηκα, μτχ.π.π.: κατεστραμμένος

  • προξενώ ζημιές σε κάτι
      Με μεγάλο αριθμητικό μειονέκτημα ο εχθρικός στρατός καταστράφηκε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις κατά και στρέφω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καταστρέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καταστρέφω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστρέφω < κατα- + στρέφω


ζητούμενο λήμμα


  翻译: