θεόγυμνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]θεόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεόγυμνος
|
θεόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
|