Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποκορυφώσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποκορυφώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκορυφώνω
  2. θα αποκορυφώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκορυφώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αποκορυφώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκορύφωση
  翻译: