while
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]while (en) (μόνο ενικός)
- λίγο, μια χρονική περίοδος
- ⮡ Please go away for a while.
- Σε παρακαλώ να εξαφανιστείς για λίγο.
- ⮡ Please go away for a while.
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]while (en)
- ενώ, καθώς, ενόσω, προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει, διαρκεί συγχρόνως
- ⮡ He had breakfast while I was shaving.
- Προγευμάτισε ενώ εγώ ξυριζόμουν.
- ⮡ He was killed while defusing a bomb.
- Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.
- ⮡ I cut myself while shaving.
- Κόπηκα καθώς ξυριζόμουν.
- ⮡ The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
- Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.
- ⮡ He had breakfast while I was shaving.
- ενώ, εκφράζει αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης
- ⮡ They hired him while he didn’t have the necessary qualifications.
- Τον προσέλαβαν ενώ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα.
- ⮡ While they said that the weather would be good, suddenly it started raining.
- Ενώ είπαν ότι θα κάνει καλό καιρό, ξαφνικά άρχισε να βρέχει.
- ⮡ They hired him while he didn’t have the necessary qualifications.
- αν και
- ⮡ While I admit that it’s difficult, I don’t think it’s impossible.
- Αν και παραδέχομαι ότι είναι δύσκολο, δεν το θεωρώ αδύνατο.
- ⮡ While I admit that it’s difficult, I don’t think it’s impossible.