Μετάβαση στο περιεχόμενο

mortalité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mortalité mortalités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mortalité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη mort
  翻译: